δεξτρίνη

δεξτρίνη
Ουσία που παραλαμβάνεται από τη μερική υδρόλυση του αμύλου – ακριβέστερο θα ήταν να μιλάμε για μείγμα δ.· πράγματι, η ουσία αυτή δεν συμπεριφέρεται ως καθορισμένη χημική ένωση, αλλά το υδατικό της διάλυμα δίνει, με κλασματική καθίζηση με αλκοόλη, διάφορα προϊόντα (ερυθροδεξτρίνη, αχροοδεξτρίνη κλπ.), τα οποία έχουν διαφορετική διαλυτότητα και διαχωρίζονται βάσει των διαφορετικών αποχρώσεων που εμφανίζουν παρουσία του ιωδίου. Η δ. συνιστά ουσιαστικά ενδιάμεσο προϊόν της διάσπασης του αμύλου, μεταξύ αμύλου και μαλτόζης, αποτελούμενη από 6-8 μονάδες γλυκόζης ενωμένες μεταξύ τους με α1→4 γλυκοζιτικό δεσμό. Όταν οι δ. υποβληθούν σε υδρόλυση, μετατρέπονται σε γλυκόζη. Οι δ. δεν έχουν γλυκιά γεύση και δεν ζυμώνονται. Οφείλουν την ονομασία τους στην ιδιότητα που έχει το υδατικό τους διάλυμα να προκαλεί έντονη δεξιά στροφή στο επίπεδο του πολωμένου φωτός. Ακόμα και στους ζωντανούς οργανισμούς, η διάσπαση του αμύλου σε γλυκόζη περνά από τις δ. Το ψήσιμο των τροφών που περιέχουν άμυλο έχει ως αποτέλεσμα μία δεξτρινοποίηση, περισσότερο ή λιγότερο έντονη, η οποία διευκολύνει την πέψη τους. Η δ. είναι λευκή σκόνη, άμορφη, άγευστη και με χαρακτηριστική οσμή. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή κόλλας και γενικά ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος. Μετατροπή του αμύλου σε δεξτρίνη. Το άμυλο από τις πατάτες, όταν υποστεί επεξεργασία με ιώδιο, παίρνει κυανόλευκο χρώμα, χαρακτηριστικό του αμύλου. Με το ψήσιμο το άμυλο μετατρέπεται σε δεξτρίνη· το φαινόμενο αυτό διαπιστώνεται από την αλλαγή του χρώματος σε υπέρυθρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • αμυλοδεξτρίνη — η βιοχ. ουσία τής κατηγορίας τών δεξτρινών, που σχηματίζεται ως ενδιάμεσο προϊόν κατά τη διάσπαση τού αμύλου από την αμυλάση και χρωματίζεται μπλε από το ιώδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amylodextrin < amyl (o)… …   Dictionary of Greek

  • αμυλόλυση — η βιοχ. το φαινόμενο τής υδρολυτικής διάσπασης τού αμύλου και τού γλυκογόνου προς δεξτρίνη, μαλτόζη και τελικά γλυκόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. < amylolysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άμυλο(ν) + λύσις( η) < λύω] …   Dictionary of Greek

  • πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”